- παραπειστικός
- -ή, -όαυτός που ξεγελάει, παραπλανητικός: Σε κανέναν δεν πρέπει να κάνουμε παραπειστικές ερωτήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραπειστικός — able to persuade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπειστικός — ή, ό / παραπειστικός, ή, όν, ΝΑ [παραπείθω] ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός νεοελλ. φρ. «παραπειστική ερώτηση» (νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο… … Dictionary of Greek
αναπειστικός — ή, ό ο ικανός να μεταπείθει, πειστικός, παραπειστικός … Dictionary of Greek
παραπλανητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί σε παραπλάνηση, αλλ. παραπειστικός («παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις»). επίρρ... παραπλανητικώς και ά με παραπλανητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάνηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… … Dictionary of Greek